- τερηδόνα
- I
Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών.Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές οργανικές αλλοιώσεις (νοσήματα, που προκαλούν βαριά εξασθένηση, αβιταμινώσεις κ.ά.) μπορεί να έχουν επιπτώσεις επί της ακεραιότητας των ιστών των δοντιών και να ευνοήσουν έτσι τη δράση βλαπτικών παραγόντων (γαλακτικό οξύ ή πρωτεϊνολυτικά ένζυμα παραγόμενα από βακτηρίδια του στόματος). Η δράση των παραπάνω παραγόντων καταστρέφει πρώτα το σμάλτο και στη συνέχεια προσβάλλει την οδοντίνη, ώσπου φτάνει στην κοιλότητα του πολφού. Η συμμετοχή της οδοντίνης στη διεργασία αντιστοιχεί σε μια ειδική ευαισθησία του δοντιού σε ερεθίσματα χημικά (σάκχαρα), φυσικά (ζεστό και κρύο) και μηχανικά (μήλη κ.ά.) λόγω ερεθισμού των λεπτών νεύρων του δοντιού· ο πόνος εκδηλώνεται εντονότερος και διαρκεί περισσότερο, όταν η διάβρωση πλησιάζει στον πολφό και προκαλείται άσηπτος φλεγμονή. Με το ενδιάμεσο της τ. τέλος, μπορεί να φτάσουν στον πολφό παθογόνα μικρόβια, που προκαλούν σηπτική πολφίτιδα, στην οποία αντιστοιχεί εντονότατος πόνος· μετριάζεται μόνο με τη φυσική ή θεραπευτική διάνοιξη της κοιλότητας του πολφού.Η τ. των δοντιών, αν και συναντάται και σε δόντια προϊστορικών ανθρώπων, διαδόθηκε κυρίως τους τελευταίους αιώνες, ιδιαίτερα στις πιο πολιτισμένες κοινωνίες· αποτελεσματικό προληπτικό μέτρο φαίνεται να είναι η χορήγηση μικρών δόσεων φθορίου.Ο όρος τ. χρησιμοποιείται και στη φυτοπαθολογία και αναφέρεται στις νόσους των ωοθηκών των σιτηρών, που οφείλονται στον μύκητα tilletia. Έχουμε τ. του σιταριού, τ. της σίκαλης και άλλων δημητριακών.II(teredo norvegica). Μαλάκιο της οικογένειας των τερηδονιδών, της τάξης των ευελασματοβράγχιων. Η τ. έχει σκωληκοειδές σώμα, σχεδόν διαφανές, 2 θυρίδες (μήκους περίπου 8 χιλιοστών) οι οποίες προστατεύουν μόνο το τμήμα της κεφαλής. Στο προνυμφικό στάδιο, στερεώνεται σε κάθε βυθισμένο ξύλινο αντικείμενο: ύστερα, με διαδοχικές κινήσεις του ποδίσκου, το ζώο χρησιμοποιεί τις θυρίδες για να σκάψει στο ξύλο στοές μήκους περίπου 30 εκ., τα τοιχώματα των οποίων καλύπτονται από το μαλάκιο με ένα λεπτό ασβεστολιθικό στρώμα. Όπως είναι φανερό, αν οι τ. είναι πολυάριθμες, οι στοές αυτές μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στις ξύλινες καρένες των μικρών σκαφών καθώς και στα βυθισμένα στο νερό τμήματα των πασσάλων. Ένα όμοιο είδος, με ανάλογες συνήθειες, είναι η τ. η ναυτική ή νηοτρώξ. Όπως και η προηγούμενη, ζει στα παράκτια νερά των εύκρατων και ψυχρών ζωνών του Ατλαντικού, του Ειρηνικού και των γειτονικών θαλασσών.
Ξύλο ιστιοφόρου που το έχουν σχεδόν καταστρέψει τα μαλάκια της τερηδόνας.
* * *η / τερηδών, -όνος, ΝΜΑ, και τρηδόνα Ν1. έντομο που κατατρώγει το ξύλο, το σαράκι2. τοπική νόσος τών δοντιών, που οδηγεί εξελικτικά στην καταστροφή τών οδοντικών ιστών, με απαρχή την αφαλάτωση τής αδαμαντίνης και καταστροφή τού οργανικού της στοιχείου και στη συνέχεια την αφαλάτωση τών οδοντικών σωληναρίων και καταστροφή τού οργανικού υποστρώματος τής οδοντίνης, με αποτέλεσμα τον σχηματισμό κοιλότητας και προσβολή τού πολφούνεοελλ.1. ζωολ. γένος ελασματοβράγχιων μαλακίων τα οποία διατρυπούν τα ξύλα που βρίσκονται μέσα στο νερό τής θάλασσας2. νόσος τών σιτηρών κατά την οποία αντί για καρπός σχηματίζεται γκριζωπός σάκος που περιέχει δυσώδη σκόνηαρχ.1. προνύμφη είδους κολεοπτέρων που προσβάλλει τις κυψέλες2. σκουλήκι που προσβάλλει τα έντερα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη ρίζα *ter-ә1 «τρυπώ, διαπερνώ» (πρβλ. τείρω, τετραίνω, τιτρώσκω, τέρετρο) και έχει σχηματιστεί με εκφραστικό επίθημα -ηδών (πρβλ. ἀλγηδών, πεμφρηδών, τενθρηδών). Η λ. ως όρος τής ζωολ. είναι απόδοση τού ελληνογενούς ξεν. όρου teredo (< λατ. teredo, -inis < τερηδών)].
Dictionary of Greek. 2013.